- εκλογιστικός
- ἐκλογιστικός, -ή, -όν (Α)αυτός που έχει την ικανότητα να υπολογίζει εύκολα κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκλογιστικήν — ἐκλογιστικός capable of estimating fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)